- πρέμνοθεν
- και πρεμνόθεν Αεπίρρ.1. από το κατώτερο μέρος τού κορμού, από τη ρίζα2. ολοσχερώς, ολοκληρωτικά, εντελώς3. από τον πάτο, από το βάθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέμνον + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. πλευρό-θεν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρεμνόθεν — from the stump indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)